Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
πρόσπτυγμα
View word page
προσποιητός
προσποιητός προσποιητός, όν taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.

ShortDef

taken to oneself, assumed, affected, pretended

Debugging

Headword:
προσποιητός
Headword (normalized):
προσποιητός
Headword (normalized/stripped):
προσποιητος
IDX:
28298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28331
Key:
prospoihto/s

Data

{'content': 'προσποιητός\n προσποιητός, όν\n taken to oneself, assumed, affected, pretended, Dem.:—adv. -τῶς or -τως, opp. to τῷ ὄντι, Plat.; also προσποιητά as adv., Babr.', 'key': 'prospoihto/s'}