Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
προσπολεμέω
προσπολεμόομαι
προσπολέω
πρόσπολος
προσπορίζω
προσπορπατός
πρόσπταισμα
προσπταίω
προσπτήσσω
View word page
προσποιητικός
προσποιητικός προσποιητικός, ή, όν making pretence to, τινός Arist.

ShortDef

making pretence to

Debugging

Headword:
προσποιητικός
Headword (normalized):
προσποιητικός
Headword (normalized/stripped):
προσποιητικος
IDX:
28297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28330
Key:
prospoihtiko/s

Data

{'content': 'προσποιητικός\n προσποιητικός, ή, όν\n making pretence to, τινός Arist.', 'key': 'prospoihtiko/s'}