Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
προσποιητός
View word page
πρόσπλατος
πρόσπλατος πρόσ-πλᾱτος, ον, προσπλάζω approachable, Aesch.

ShortDef

approachable

Debugging

Headword:
πρόσπλατος
Headword (normalized):
πρόσπλατος
Headword (normalized/stripped):
προσπλατος
IDX:
28288
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28321
Key:
pro/splatos

Data

{'content': 'πρόσπλατος\n πρόσ-πλᾱτος, ον,\n προσπλάζω\n approachable, Aesch.', 'key': 'pro/splatos'}