Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
προσποιητικός
View word page
προσπλάσσω
προσπλάσσω Attic -ττω fut. άσω to form or mould upon: Pass., perf. part., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.

ShortDef

to form

Debugging

Headword:
προσπλάσσω
Headword (normalized):
προσπλάσσω
Headword (normalized/stripped):
προσπλασσω
IDX:
28287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28320
Key:
prospla/ssw

Data

{'content': 'προσπλάσσω\n Attic -ττω\n fut. άσω\n to form or mould upon: Pass., perf. part., νεοσσιαὶ προσπεπλασμέναι ἐκ πηλοῦ πρὸς ἀποκρήμνοισι οὔρεσι nests formed of clay and attached to precipitous mountains, Hdt.', 'key': 'prospla/ssw'}