Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
προσποιέω
προσποίημα
προσποίησις
View word page
προσπλάζω
προσπλάζω poet. shortd. for προσπελάζω intr. to come near, approach, Il.; c. dat., Od.
ShortDef
to come near, approach
Debugging
Headword:
προσπλάζω
Headword (normalized):
προσπλάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπλαζω
IDX:
28286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28319
Key:
prospla/zw
Data
{'content': 'προσπλάζω\n poet. shortd. for προσπελάζω\n intr. to come near, approach, Il.; c. dat., Od.', 'key': 'prospla/zw'}