Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
προσπλέω
προσπληρόω
προσπλωτός
προσπνέω
View word page
προσπίλναμαι
προσπίλναμαι Pass. to approach quickly, νήσῳ Od.

ShortDef

to approach quickly

Debugging

Headword:
προσπίλναμαι
Headword (normalized):
προσπίλναμαι
Headword (normalized/stripped):
προσπιλναμαι
IDX:
28283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28316
Key:
prospi/lnamai

Data

{'content': 'προσπίλναμαι\n Pass. to approach quickly, νήσῳ Od.', 'key': 'prospi/lnamai'}