Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
προσπλέκω
View word page
προσπερονάω
προσπερονάω fut. ήσω to fasten by means of a pin (περόνη) , and, generally, to fasten on, τι πρός τι Plat.; πρός τινι Xen.
ShortDef
to fasten by means of a pin
Debugging
Headword:
προσπερονάω
Headword (normalized):
προσπερονάω
Headword (normalized/stripped):
προσπεροναω
IDX:
28279
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28312
Key:
prosperona/w
Data
{'content': 'προσπερονάω\n fut. ήσω\n to fasten by means of a pin (περόνη) , and, generally, to fasten on, τι πρός τι Plat.; πρός τινι Xen.', 'key': 'prosperona/w'}