Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
προσπλάζω
προσπλάσσω
πρόσπλατος
View word page
προσπεριποιέω
προσπεριποιέω fut. ήσω to lay by or save besides, Dem.

ShortDef

to lay by

Debugging

Headword:
προσπεριποιέω
Headword (normalized):
προσπεριποιέω
Headword (normalized/stripped):
προσπεριποιεω
IDX:
28278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28311
Key:
prosperipoie/w

Data

{'content': 'προσπεριποιέω\n fut. ήσω\n to lay by or save besides, Dem.', 'key': 'prosperipoie/w'}