Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
προσπίτνω
View word page
προσπεριγίγνομαι
προσπεριγίγνομαι Dep. to remain over and above as surplus or net profit, Dem., Plut.
ShortDef
to remain over and above as surplus
Debugging
Headword:
προσπεριγίγνομαι
Headword (normalized):
προσπεριγίγνομαι
Headword (normalized/stripped):
προσπεριγιγνομαι
IDX:
28275
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28308
Key:
prosperigi/gnomai
Data
{'content': 'προσπεριγίγνομαι\n Dep. to remain over and above as surplus or net profit, Dem., Plut.', 'key': 'prosperigi/gnomai'}