προσπεριβάλλω
προσπεριβάλλω
fut. -βαλῶ
to put round besides, περιτείχισμα τῇ πόλει Thuc.:—Mid. to throw or draw round oneself, τείχη Isocr.:—Pass. to be drawn round, στρατοπέδῳ ἐρύματος προσπεριβαλλομένου Thuc.
Mid. to surround, τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ πρ. Plut.
Mid., also, to grasp at, Dem.