Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
προσπίπτω
View word page
προσπεριβάλλω
προσπεριβάλλω fut. -βαλῶ to put round besides, περιτείχισμα τῇ πόλει Thuc.:—Mid. to throw or draw round oneself, τείχη Isocr.:—Pass. to be drawn round, στρατοπέδῳ ἐρύματος προσπεριβαλλομένου Thuc. Mid. to surround, τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ πρ. Plut. Mid., also, to grasp at, Dem.

ShortDef

to put round besides

Debugging

Headword:
προσπεριβάλλω
Headword (normalized):
προσπεριβάλλω
Headword (normalized/stripped):
προσπεριβαλλω
IDX:
28274
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28307
Key:
prosperiba/llw

Data

{'content': 'προσπεριβάλλω\n fut. -βαλῶ\n to put round besides, περιτείχισμα τῇ πόλει Thuc.:—Mid. to throw or draw round oneself, τείχη Isocr.:—Pass. to be drawn round, στρατοπέδῳ ἐρύματος προσπεριβαλλομένου Thuc.\n Mid. to surround, τὸν πεζὸν στρατὸν ταῖς ναυσὶ πρ. Plut.\n Mid., also, to grasp at, Dem.', 'key': 'prosperiba/llw'}