Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
προσπίλναμαι
View word page
προσπέμπω
προσπέμπω fut. ψω to send to, esp. of messengers or ambassadors, Ar., Thuc.; πρ. τινά τινι to send or conduct one person to another, Soph., Thuc.; simply, πρ. τινί to send to one (sc. ἄγγελον) , Thuc., etc.; also, πρ. λόγους ἔς τινας Thuc.; absol., Hdt., Thuc.

ShortDef

to send to

Debugging

Headword:
προσπέμπω
Headword (normalized):
προσπέμπω
Headword (normalized/stripped):
προσπεμπω
IDX:
28273
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28306
Key:
prospe/mpw

Data

{'content': 'προσπέμπω\n fut. ψω\n to send to, esp. of messengers or ambassadors, Ar., Thuc.; πρ. τινά τινι to send or conduct one person to another, Soph., Thuc.; simply, πρ. τινί to send to one (sc. ἄγγελον) , Thuc., etc.; also, πρ. λόγους ἔς τινας Thuc.; absol., Hdt., Thuc.', 'key': 'prospe/mpw'}