Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
προσπερονάω
προσπέτομαι
προσπεύθομαι
προσπήγνυμι
View word page
προσπελάζω
προσπελάζω fut. άσω to make to approach, bring near to, νέα ἄκρῃ προσπελάσας having driven the ship against the headland, Od.:—Pass. to approach, c. gen., Πανὸς προσπελασθεῖσα having had intercourse with Pan. Soph. intr. to draw nigh to, approach, τινί Plat.

ShortDef

to make to approach, bring near to

Debugging

Headword:
προσπελάζω
Headword (normalized):
προσπελάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπελαζω
IDX:
28272
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28305
Key:
prospela/zw

Data

{'content': 'προσπελάζω\n fut. άσω\n to make to approach, bring near to, νέα ἄκρῃ προσπελάσας having driven the ship against the headland, Od.:—Pass. to approach, c. gen., Πανὸς προσπελασθεῖσα having had intercourse with Pan. Soph.\n intr. to draw nigh to, approach, τινί Plat.', 'key': 'prospela/zw'}