Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
προσπεριποιέω
View word page
προσπασσαλεύω
προσπασσαλεύω Attic προσ-παττ fut. σω to nail fast to a place, τινά τινι Aesch.; πρός τι Ar.:—reversely, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) Hdt. to nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.

ShortDef

to nail fast to

Debugging

Headword:
προσπασσαλεύω
Headword (normalized):
προσπασσαλεύω
Headword (normalized/stripped):
προσπασσαλευω
IDX:
28268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28301
Key:
prospassaleu/w

Data

{'content': 'προσπασσαλεύω\n Attic προσ-παττ\n fut. σω\n to nail fast to a place, τινά τινι Aesch.; πρός τι Ar.:—reversely, σανίδα προσπασσαλεύσαντες (sc. αὐτῷ) Hdt.\n to nail up or hang upon a peg, τὸν τρίποδα Hdt.', 'key': 'prospassaleu/w'}