Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
προσπεριβάλλω
προσπεριγίγνομαι
προσπεριλαμβάνω
προσπεριοδεύω
View word page
προσπαρτός
προσπαρτός προσ-παρτός, όν πείρω fixed to (the rock), Aesch.
ShortDef
fixed to
Debugging
Headword:
προσπαρτός
Headword (normalized):
προσπαρτός
Headword (normalized/stripped):
προσπαρτος
IDX:
28267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28300
Key:
prosparto/s
Data
{'content': 'προσπαρτός\n προσ-παρτός, όν\n πείρω\n fixed to (the rock), Aesch.', 'key': 'prosparto/s'}