Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
ἀγροτήρ
View word page
ἀγροδότης
ἀγροδότης a giver of booty or prey, Anth.
ShortDef
a giver of booty
Debugging
Headword:
ἀγροδότης
Headword (normalized):
ἀγροδότης
Headword (normalized/stripped):
αγροδοτης
IDX:
283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n283
Key:
a)grodo/ths
Data
{'content': 'ἀγροδότης\n a giver of booty or prey, Anth.', 'key': 'a)grodo/ths'}