Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
προσπελάζω
προσπέμπω
View word page
προσπαρασκευάζω
προσπαρασκευάζω fut. σω to prepare besides, ἑτέραν δύναμιν Dem.:—Mid. to prepare for oneself besides, Dem.
ShortDef
to prepare besides
Debugging
Headword:
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized):
προσπαρασκευάζω
Headword (normalized/stripped):
προσπαρασκευαζω
IDX:
28263
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28296
Key:
prosparaskeua/zw
Data
{'content': 'προσπαρασκευάζω\n fut. σω\n to prepare besides, ἑτέραν δύναμιν Dem.:—Mid. to prepare for oneself besides, Dem.', 'key': 'prosparaskeua/zw'}