Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
προσπάσχω
πρός
πρόσπεινος
View word page
προσπαρακαλέω
προσπαρακαλέω fut. έσω to call in besides, invite, Thuc. to exhort besides, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον Polyb.

ShortDef

to call in besides, invite

Debugging

Headword:
προσπαρακαλέω
Headword (normalized):
προσπαρακαλέω
Headword (normalized/stripped):
προσπαρακαλεω
IDX:
28261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28294
Key:
prosparakale/w

Data

{'content': 'προσπαρακαλέω\n fut. έσω\n to call in besides, invite, Thuc.\n to exhort besides, τινὰ εἶναι ἑτοῖμον Polyb.', 'key': 'prosparakale/w'}