Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
προσπασσαλεύω
View word page
προσπαλαίω
προσπαλαίω fut. σω to wrestle or struggle with, τινί Pind., Plat.
ShortDef
to wrestle
Debugging
Headword:
προσπαλαίω
Headword (normalized):
προσπαλαίω
Headword (normalized/stripped):
προσπαλαιω
IDX:
28258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28291
Key:
prospalai/w
Data
{'content': 'προσπαλαίω\n fut. σω\n to wrestle or struggle with, τινί Pind., Plat.', 'key': 'prospalai/w'}