Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
προσπαροξύνω
προσπαρτός
View word page
πρόσπαιος
πρόσπαιος πρόσ-παιος, ον, παίω striking upon: hence, sudden, Aesch.:— ἐκ προσπαίου suddenly, Arist.

ShortDef

striking upon

Debugging

Headword:
πρόσπαιος
Headword (normalized):
πρόσπαιος
Headword (normalized/stripped):
προσπαιος
IDX:
28257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28290
Key:
pro/spaios

Data

{'content': 'πρόσπαιος\n πρόσ-παιος, ον,\n παίω\n striking upon: hence, sudden, Aesch.:— ἐκ προσπαίου suddenly, Arist.', 'key': 'pro/spaios'}