Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
προσπαραμένω
προσπαρασκευάζω
προσπαρατίθημι
προσπαρέχω
View word page
πρόσοψις
πρόσοψις πρόσ-οψις, εως, appearance, aspect, mien, Pind.; periphr., σὴ πρ. thy presence, i. e. thyself, Soph. a seeing, beholding, sight, view, Eur., Thuc.

ShortDef

appearance, aspect, mien

Debugging

Headword:
πρόσοψις
Headword (normalized):
πρόσοψις
Headword (normalized/stripped):
προσοψις
IDX:
28255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28288
Key:
pro/soyis

Data

{'content': 'πρόσοψις\n πρόσ-οψις, εως,\n appearance, aspect, mien, Pind.; periphr., σὴ πρ. thy presence, i. e. thyself, Soph.\n a seeing, beholding, sight, view, Eur., Thuc.', 'key': 'pro/soyis'}