Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
προσπαρακαλέω
View word page
προσοφείλω
προσοφείλω fut. ήσω aor2 -ῶφλον to owe besides or still, Thuc., Xen.: absol., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Dem.:—Pass. to be still owing, be still due, Thuc.; so, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων the hatred which was still due from the Aeginetans to the Athenians, i. e. their ancient feud, Hdt.

ShortDef

to owe besides

Debugging

Headword:
προσοφείλω
Headword (normalized):
προσοφείλω
Headword (normalized/stripped):
προσοφειλω
IDX:
28251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28284
Key:
prosofei/lw

Data

{'content': 'προσοφείλω\n fut. ήσω\n aor2 -ῶφλον\n to owe besides or still, Thuc., Xen.: absol., προσοφείλοντας ἡμᾶς ἐνέγραψεν Dem.:—Pass. to be still owing, be still due, Thuc.; so, ἡ ἔχθρη ἡ προσοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους ἐκ τῶν Αἰγινητέων the hatred which was still due from the Aeginetans to the Athenians, i. e. their ancient feud, Hdt.', 'key': 'prosofei/lw'}