Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
πρόσπαιος
προσπαλαίω
Προσπαλτόθεν
προσπαραγράφω
View word page
πρόσουρος
πρόσουρος πρόσ-ουρος, ον, Ionic for πρόσορος adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵνʼ αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.

ShortDef

adjoining, bordering on

Debugging

Headword:
πρόσουρος
Headword (normalized):
πρόσουρος
Headword (normalized/stripped):
προσουρος
IDX:
28250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28283
Key:
pro/souros

Data

{'content': 'πρόσουρος\n πρόσ-ουρος, ον,\n Ionic for πρόσορος\n adjoining, bordering on, τῇ Ἀραβίῃ Hdt.: absol., τὰ πρόσορα the neighbouring parts, Xen.:—in Soph., ἵνʼ αὐτὸς ἦν πρόσουρος where he had no neighbour but himself, i. e. lived in solitude, Soph.', 'key': 'pro/souros'}