Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
προσοφείλω
προσοφλισκάνω
προσοχή
προσόψιος
πρόσοψις
προσπαίζω
View word page
πρόσορμος
πρόσορμος πρόσ-ορμος, ὁ, a landing-place, Strab.

ShortDef

a landing-place

Debugging

Headword:
πρόσορμος
Headword (normalized):
πρόσορμος
Headword (normalized/stripped):
προσορμος
IDX:
28246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28279
Key:
pro/sormos

Data

{'content': 'πρόσορμος\n πρόσ-ορμος, ὁ,\n a landing-place, Strab.', 'key': 'pro/sormos'}