Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
προσουδίζω
προσουρέω
πρόσουρος
View word page
προσορέγομαι
προσορέγομαι Mid. to stretch oneself towards, to be urgent with, τινί Hdt.
ShortDef
to stretch oneself towards, to be urgent with
Debugging
Headword:
προσορέγομαι
Headword (normalized):
προσορέγομαι
Headword (normalized/stripped):
προσορεγομαι
IDX:
28240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28273
Key:
prosore/gomai
Data
{'content': 'προσορέγομαι\n Mid. to stretch oneself towards, to be urgent with, τινί Hdt.', 'key': 'prosore/gomai'}