Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
προσορχέομαι
View word page
προσόμουρος
προσόμουρος προσ-όμουρος, ον, Ionic for προσόμορος (which does not occur) adjoining, adjacent, τινί Hdt.
ShortDef
adjoining, adjacent
Debugging
Headword:
προσόμουρος
Headword (normalized):
προσόμουρος
Headword (normalized/stripped):
προσομουρος
IDX:
28237
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28270
Key:
proso/mouros
Data
{'content': 'προσόμουρος\n προσ-όμουρος, ον,\n Ionic for προσόμορος (which does not occur)\n adjoining, adjacent, τινί Hdt.', 'key': 'proso/mouros'}