Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
προσόρμισις
πρόσορμος
View word page
προσομόργνυμαι
προσομόργνυμαι to wipe upon another, impart; so in Mid., Plut.

ShortDef

wipe off upon

Debugging

Headword:
προσομόργνυμαι
Headword (normalized):
προσομόργνυμαι
Headword (normalized/stripped):
προσομοργνυμαι
IDX:
28236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28269
Key:
prosomo/rgnumi

Data

{'content': 'προσομόργνυμαι\n to wipe upon another, impart; so in Mid., Plut.', 'key': 'prosomo/rgnumi'}