Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
προσορμίζομαι
View word page
προσομολογέω
προσομολογέω fut. ήσω to concede or grant besides, τί τινι Plat.: to acknowledge a further debt, Dem.: — c. acc. et inf. to grant also that . . , Plat.:—Pass., παλαιὰ καὶ λίαν προσωμολογημένα Aeschin. to promise further, c. inf. fut., Dem. to come to terms, surrender, Xen.

ShortDef

to concede or grant (besides), confess

Debugging

Headword:
προσομολογέω
Headword (normalized):
προσομολογέω
Headword (normalized/stripped):
προσομολογεω
IDX:
28234
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28267
Key:
prosomologe/w

Data

{'content': 'προσομολογέω\n fut. ήσω\n to concede or grant besides, τί τινι Plat.: to acknowledge a further debt, Dem.: — c. acc. et inf. to grant also that . . , Plat.:—Pass., παλαιὰ καὶ λίαν προσωμολογημένα Aeschin.\n to promise further, c. inf. fut., Dem.\n to come to terms, surrender, Xen.', 'key': 'prosomologe/w'}