Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
προσορίζω
προσορμάω
View word page
προσομοιόω
προσομοιόω fut. ώσω to be like, resemble, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Dem.

ShortDef

to be like, resemble

Debugging

Headword:
προσομοιόω
Headword (normalized):
προσομοιόω
Headword (normalized/stripped):
προσομοιοω
IDX:
28233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28266
Key:
prosomoio/w

Data

{'content': 'προσομοιόω\n fut. ώσω\n to be like, resemble, τὴν σύνεσιν ἀνθρώπῳ, τὴν ἀλκὴν δὲ δράκοντι Dem.', 'key': 'prosomoio/w'}