Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
πρόσορθρος
View word page
προσόμνυμι
προσόμνυμι fut. -ομοῦμαι to swear besides, Xen.
ShortDef
to swear besides
Debugging
Headword:
προσόμνυμι
Headword (normalized):
προσόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
προσομνυμι
IDX:
28231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28264
Key:
proso/mnumi
Data
{'content': 'προσόμνυμι\n fut. -ομοῦμαι\n to swear besides, Xen.', 'key': 'proso/mnumi'}