Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσοιδα
προσοικειόω
προσοικέω
προσοικοδομέω
πρόσοικος
προσοιστέος
προσοίχομαι
προσοκέλλω
προσολοφύρομαι
προσομαρτέω
προσομιλέω
προσόμνυμι
προσόμοιος
προσομοιόω
προσομολογέω
προσομολογία
προσομόργνυμαι
προσόμουρος
προσονομάζω
προσοράω
προσορέγομαι
View word page
προσομιλέω
προσομιλέω fut. ήσω to hold intercourse with, live or associate with, converse with, τινί Theogn., Eur., etc.; πρός τινα Xen.; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες conducting our private intercourse, Thuc. to be attached, ποτὶ πέτρῃ Theogn. to be conversant with, πείρᾳ Soph.; τῷ πολέμῳ Thuc.

ShortDef

to hold intercourse with, live

Debugging

Headword:
προσομιλέω
Headword (normalized):
προσομιλέω
Headword (normalized/stripped):
προσομιλεω
IDX:
28230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28263
Key:
prosomile/w

Data

{'content': 'προσομιλέω\n fut. ήσω\n to hold intercourse with, live or associate with, converse with, τινί Theogn., Eur., etc.; πρός τινα Xen.; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες conducting our private intercourse, Thuc.\n to be attached, ποτὶ πέτρῃ Theogn.\n to be conversant with, πείρᾳ Soph.; τῷ πολέμῳ Thuc.', 'key': 'prosomile/w'}