Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνήνωρ
ἀνηπύω
ἄνη
ἀνήροτος
ἀνήρ
ἀνήσσητος
ἀνήφαιστος
ἀνθαιρέομαι
ἀνθαλίσκομαι
ἀνθαμιλλάομαι
ἀνθάμιλλος
ἀνθάπτομαι
ἄνθειον
ἀνθεκτέος
ἀνθέλκω
ἀνθέμιον
ἀνθεμίς
ἀνθεμόεις
ἄνθεμον
ἀνθεμόρρυτος
ἀνθεμουργός
View word page
ἀνθάμιλλος
ἀνθάμιλλος ἅμιλλα vying with, rivalling, Eur.

ShortDef

vying with, rivalling

Debugging

Headword:
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized):
ἀνθάμιλλος
Headword (normalized/stripped):
ανθαμιλλος
IDX:
2822
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2823
Key:
a)nqa/millos

Data

{'content': 'ἀνθάμιλλος\n ἅμιλλα\n vying with, rivalling, Eur.', 'key': 'a)nqa/millos'}