Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμείγνυμι
πρόσμειξις
προσμισθόω
προσμολεῖν
πρόσμορος
προσμυθέομαι
προσμυθεύω
View word page
προσμειδιάω
προσμειδιάω fut. άσω to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.

ShortDef

to smile upon

Debugging

Headword:
προσμειδιάω
Headword (normalized):
προσμειδιάω
Headword (normalized/stripped):
προσμειδιαω
IDX:
28192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28225
Key:
prosmeidia/w

Data

{'content': 'προσμειδιάω\n fut. άσω\n to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.', 'key': 'prosmeidia/w'}