Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμείγνυμι
πρόσμειξις
προσμισθόω
προσμολεῖν
πρόσμορος
προσμυθέομαι
View word page
προσμάχομαι
προσμάχομαι fut. Attic -μαχοῦμαι Dep. to fight against, τινι Plat.: to assault a town, Xen.
ShortDef
to fight against
Debugging
Headword:
προσμάχομαι
Headword (normalized):
προσμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
προσμαχομαι
IDX:
28191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28224
Key:
prosma/xomai
Data
{'content': 'προσμάχομαι\n fut. Attic -μαχοῦμαι\n Dep. to fight against, τινι Plat.: to assault a town, Xen.', 'key': 'prosma/xomai'}