Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμείγνυμι
πρόσμειξις
προσμισθόω
προσμολεῖν
View word page
προσμαρτυρέω
προσμαρτυρέω fut. ήσω to confirm by evidence, Dem. intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.

ShortDef

to confirm by evidence

Debugging

Headword:
προσμαρτυρέω
Headword (normalized):
προσμαρτυρέω
Headword (normalized/stripped):
προσμαρτυρεω
IDX:
28189
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28222
Key:
prosmarture/w

Data

{'content': 'προσμαρτυρέω\n fut. ήσω\n to confirm by evidence, Dem.\n intr., πρ. τινί to bear additional witness to a thing, Polyb.', 'key': 'prosmarture/w'}