Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμείγνυμι
πρόσμειξις
View word page
προσμαθητέος
προσμαθητέος προσμᾰθητέος, ον, verb. adj. of προσμανθάνω one must learn besides, Xen.

ShortDef

one must learn besides

Debugging

Headword:
προσμαθητέος
Headword (normalized):
προσμαθητέος
Headword (normalized/stripped):
προσμαθητεος
IDX:
28187
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28220
Key:
prosmaqhte/os

Data

{'content': 'προσμαθητέος\n προσμᾰθητέος, ον,\n verb. adj. of προσμανθάνω\n one must learn besides, Xen.', 'key': 'prosmaqhte/os'}