Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
προσμεταπέμπομαι
προσμηχανάομαι
προσμείγνυμι
View word page
προσλογιστέος
προσλογιστέος προσλογιστέος, ον, verb. adj. of προσλογίζομαι, Hdt.

ShortDef

to be reckoned in addition

Debugging

Headword:
προσλογιστέος
Headword (normalized):
προσλογιστέος
Headword (normalized/stripped):
προσλογιστεος
IDX:
28186
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28219
Key:
proslogiste/os

Data

{'content': 'προσλογιστέος\n προσλογιστέος, ον,\n verb. adj. of προσλογίζομαι, Hdt.', 'key': 'proslogiste/os'}