Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
προσμένω
View word page
προσλιπαρέω
προσλιπαρέω fut. ήσω to persevere or persist in, τοῖς χρήμασι in money-making, Plut.:— to importune, τινί Luc.: absol. to be importunate, Plut.

ShortDef

to persevere

Debugging

Headword:
προσλιπαρέω
Headword (normalized):
προσλιπαρέω
Headword (normalized/stripped):
προσλιπαρεω
IDX:
28183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28216
Key:
proslipare/w

Data

{'content': 'προσλιπαρέω\n fut. ήσω\n to persevere or persist in, τοῖς χρήμασι in money-making, Plut.:— to importune, τινί Luc.: absol. to be importunate, Plut.', 'key': 'proslipare/w'}