Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
προσμάχομαι
προσμειδιάω
View word page
προσληπτέος
προσληπτέος προσληπτέος, ον, verb. adj. one must add, Strab.
ShortDef
one must add
Debugging
Headword:
προσληπτέος
Headword (normalized):
προσληπτέος
Headword (normalized/stripped):
προσληπτεος
IDX:
28182
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28215
Key:
proslhpte/os
Data
{'content': 'προσληπτέος\n προσληπτέος, ον,\n verb. adj.\n one must add, Strab.', 'key': 'proslhpte/os'}