Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
προσμαρτυρέω
προσμάσσω
View word page
προσλείπω
προσλείπω fut. ψω to be lacking, Arist.
ShortDef
to be lacking
Debugging
Headword:
προσλείπω
Headword (normalized):
προσλείπω
Headword (normalized/stripped):
προσλειπω
IDX:
28180
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28213
Key:
proslei/pw
Data
{'content': 'προσλείπω\n fut. ψω\n to be lacking, Arist.', 'key': 'proslei/pw'}