Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
προσμαθητέος
προσμανθάνω
View word page
προσλάμπω
προσλάμπω fut. ψω to shine with or upon, Plat.
ShortDef
to shine with
Debugging
Headword:
προσλάμπω
Headword (normalized):
προσλάμπω
Headword (normalized/stripped):
προσλαμπω
IDX:
28178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28211
Key:
prosla/mpw
Data
{'content': 'προσλάμπω\n fut. ψω\n to shine with or upon, Plat.', 'key': 'prosla/mpw'}