Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
προσλογιστέος
View word page
προσλαλέω
προσλαλέω fut. ήσω to talk to or with, τινί Theophr.
ShortDef
to talk to
Debugging
Headword:
προσλαλέω
Headword (normalized):
προσλαλέω
Headword (normalized/stripped):
προσλαλεω
IDX:
28176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28209
Key:
proslale/w
Data
{'content': 'προσλαλέω\n fut. ήσω\n to talk to or with, τινί Theophr.', 'key': 'proslale/w'}