Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
προσλεύσσω
προσληπτέος
προσλιπαρέω
προσλιπάρησις
προσλογίζομαι
View word page
προσλάζυμαι
προσλάζυμαι Dep. to take hold of besides, τινος Eur.
ShortDef
to take hold of besides
Debugging
Headword:
προσλάζυμαι
Headword (normalized):
προσλάζυμαι
Headword (normalized/stripped):
προσλαζυμαι
IDX:
28175
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28208
Key:
prosla/zumai
Data
{'content': 'προσλάζυμαι\n Dep. to take hold of besides, τινος Eur.', 'key': 'prosla/zumai'}