Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
προσλείπω
View word page
προσκυνητής
προσκυνητής προσκῠνητής, οῦ, ὁ, from προσκῠνέω a worshipper, NTest.
ShortDef
a worshipper
Debugging
Headword:
προσκυνητής
Headword (normalized):
προσκυνητής
Headword (normalized/stripped):
προσκυνητης
IDX:
28170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28203
Key:
proskunhth/s
Data
{'content': 'προσκυνητής\n προσκῠνητής, οῦ, ὁ,\n from προσκῠνέω\n a worshipper, NTest.', 'key': 'proskunhth/s'}