Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
προσλαμβάνω
προσλάμπω
προσλέγω
View word page
προσκύνησις
προσκύνησις from προσκῠνέω προσκύνησις, εως, adoration, obeisance, a salam, Arist., Plut.
ShortDef
adoration, obeisance, a salam
Debugging
Headword:
προσκύνησις
Headword (normalized):
προσκύνησις
Headword (normalized/stripped):
προσκυνησις
IDX:
28169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28202
Key:
prosku/nhsis
Data
{'content': 'προσκύνησις\n from προσκῠνέω\n προσκύνησις, εως,\n adoration, obeisance, a salam, Arist., Plut.', 'key': 'prosku/nhsis'}