Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
ἀγρόνδε
ἀγρονόμος
ἀγρός
ἀγρότερος
View word page
ἀγρογείτων
ἀγρογείτων a country neighbour, Plut.

ShortDef

a country neighbour

Debugging

Headword:
ἀγρογείτων
Headword (normalized):
ἀγρογείτων
Headword (normalized/stripped):
αγρογειτων
IDX:
282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n282
Key:
a)grogei/twn

Data

{'content': 'ἀγρογείτων\n a country neighbour, Plut.', 'key': 'a)grogei/twn'}