Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
προσλαγχάνω
προσλάζυμαι
προσλαλέω
View word page
προσκτίζω
προσκτίζω fut. σω to build or found besides, πόλιν Strab.
ShortDef
to build
Debugging
Headword:
προσκτίζω
Headword (normalized):
προσκτίζω
Headword (normalized/stripped):
προσκτιζω
IDX:
28166
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28199
Key:
proskti/zw
Data
{'content': 'προσκτίζω\n fut. σω\n to build or found besides, πόλιν Strab.', 'key': 'proskti/zw'}