Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
πρόσκωπος
View word page
πρόσκρουσμα
πρόσκρουσμα πρόσκρουσμα, ατος, τό, that against which one strikes, a stumbling-block, offence, Dem. from προσκρούω
ShortDef
that against which one strikes, a stumbling-block, offence
Debugging
Headword:
πρόσκρουσμα
Headword (normalized):
πρόσκρουσμα
Headword (normalized/stripped):
προσκρουσμα
IDX:
28163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28196
Key:
pro/skrousma
Data
{'content': 'πρόσκρουσμα\n πρόσκρουσμα, ατος, τό,\n that against which one strikes, a stumbling-block, offence, Dem.\n from προσκρούω', 'key': 'pro/skrousma'}