Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
προσκύπτω
προσκυρέω
View word page
πρόσκρουσις
πρόσκρουσις πρόσκρουσις, εως, from προσκρούω a dashing against a thing: an offence, Plut.

ShortDef

a dashing against

Debugging

Headword:
πρόσκρουσις
Headword (normalized):
πρόσκρουσις
Headword (normalized/stripped):
προσκρουσις
IDX:
28162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28195
Key:
pro/skrousis

Data

{'content': 'πρόσκρουσις\n πρόσκρουσις, εως,\n from προσκρούω\n a dashing against a thing: an offence, Plut.', 'key': 'pro/skrousis'}