Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
προσκυνητής
View word page
προσκοτέω
προσκοτέω to darken or cloud over beforehand, Polyb.
ShortDef
darken beforehand
Debugging
Headword:
προσκοτέω
Headword (normalized):
προσκοτέω
Headword (normalized/stripped):
προσκοτεω
IDX:
28160
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28193
Key:
proskoto/w
Data
{'content': 'προσκοτέω\n to darken or cloud over beforehand, Polyb.', 'key': 'proskoto/w'}