Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προσκοιμίζομαι
προσκοινωνέω
προσκολλάω
προσκομίζω
πρόσκομμα
προσκοπέω
προσκοπή
προσκοπή
πρόσκοπος
προσκόπτω
προσκορής
προσκοτέω
πρόσκρανον
πρόσκρουσις
πρόσκρουσμα
προσκρούω
προσκτάομαι
προσκτίζω
προσκυλίω
προσκυνέω
προσκύνησις
View word page
προσκορής
προσκορής προσ-κορής, ές κόρος satiating, palling, Luc.

ShortDef

satiating, palling

Debugging

Headword:
προσκορής
Headword (normalized):
προσκορής
Headword (normalized/stripped):
προσκορης
IDX:
28159
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n28192
Key:
proskorh/s

Data

{'content': 'προσκορής\n προσ-κορής, ές\n κόρος\n satiating, palling, Luc.', 'key': 'proskorh/s'}